Συμμετοχή του MOMus στο διεθνές project «Τείχη που ενώνουν. Η Θεσσαλονίκη στη Cittadella»

By admin, 20 November, 2021

Συμμετοχή του MOMus στο διεθνές project

«Τείχη που ενώνουν. Η Θεσσαλονίκη στη Cittadella»

«Mure Che Uniscono. Salonicco a Cittadella»

20 Νοεμβρίου 2021 – 20 Μαρτίου 2021

Palazzo Prettorio, Cittadella, Ιταλία

 

«Τείχη που ενώνουν» (Mure che uniscono) είναι ο τίτλος της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ του Δήμου της Cittadella, της Εφορείας Αρχαιοτήτων της Πόλης της Θεσσαλονίκης και του MOMus, με την υποστήριξη της Villaggio Globale International στη βάση της σύμπραξης, του αρχαιολογικού και καλλιτεχνικού διαλόγου.

Η πόλη της Cittadella στο πλαίσιο των εορτασμών της για τα 800 χρόνια ζωής της (1220 – 2020) και κοιτάζοντας μακριά, συνδιαλέγεται με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, συζητώντας τι σημαίνει να περικλείεσαι ως πόλη από τείχη. Η Θεσσαλονίκη, ως πόλη με ιστορία αιώνων ως κοσμοπολίτικη μητρόπολη, καταγράφει την ιστορία της, εντός και εκτός των τειχών της.

 

Η συμμετοχή του MOMus στο διεθνές project «Τείχη που ενώνουν» (Mure Che Uniscono) αφορά στην παρουσίαση του έργου της εικαστικού Γεωργίας Δαμοπούλου και του φωτογράφου Πάρι Πετρίδη.

 

Στα έργα της Γεωργίας Δαμοπούλου, Cittadella και Thessaloniki, ο χρόνος υπονοείται ως Ο Μέγας Γλύπτης -κατά τον τίτλο That Mighty Sculptor, Time του βιβλίου της Marguerite Yourcenar (1983)- που συνθέτει ένα ατίθασο δίκτυο αλλεπάλληλων διασυνδέσεων και ενοτήτων. Ο χώρος και ο χρόνος συμβιώνουν σε ένα πλέγμα εικονιστικών αναφορών και παραπομπών, με έμφαση όχι τόσο στη σχεδιαστική απόδοση της ρημοτομικής λεπτομέρειας των δύο πόλεων, αλλά στην συνθετική δομή και τη γραμμική ροή της ιστορίας, όπως και τη βαρύτητα των γεγονότων που τις καθόρισαν. Παρόλο το δαιδαλώδες οπτικό αποτέλεσμα, η εικαστικός προσκαλεί το κοινό σε μια νοητική περιπλάνηση και εξερεύνηση στα μονοπάτια μιας μεγαλύτερης και πιο συλλογικής μνήμης που αντίστοιχα ρευστοποιεί τη σχέση και τα όρια του χώρου και του χρόνου.

 

Παράλληλα, στα έργα Haemolacria I and Haemolacria II, τα γλυπτά από ύφασμα και τεχνητά μαλλιά όπου το κόκκινο χρώμα κυριαρχεί για να εντείνει το τραύμα, την ατομική και συλλογική ελευθερία, τον εγκλεισμό και την τρωτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, όλα αυτά ως στοιχεία είναι σαφή και καθίστανται καθολικά και διαχρονικά. Τα έργα στο Palazzo Prettorio αλληλοσυμπληρώνονται μέσα σε μια διαλεκτικη σχέση εικόνων, νοημάτων και αναδρομών, δεν αποτελούν μονάχα μια υπενθύμιση του παρελθόντος.  Έρχονται να μας προειδοποιήσουν ότι η ιστορία με τις σκοτεινές πτυχές της είναι μια εξελισσόμενη διαδικασία στο χρόνο και να ενεργοποιήσουν τη συμμετοχή μας απέναντι στις δραματικές και δυσοίωνες εξελίξεις του παρόντος. Από την άλλη, η επιλογή των συγκεκριμένων υλικών δεν είναι καθόλου τυχαία. Γίνονται παραπομπές σε θέματα της γυναικείας φύσης και την καταπίεση της από τις δομές της πατριαρχείας. Εγκλωβισμένα κάπου μεταξύ δύναμης και αδυναμίας, ελπίδας και απελπισίας, τα έργα της Δαμοπούλου υποδηλώνουν ότι ο ανθρώπινος πόνος μπορεί να μετατραπεί σε κινητήρια δύναμη.

Επιμέλεια: Ειρήνη Παπακωνσταντίνου, ιστορικός της τέχνης, MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών

 

Ο Πάρις Πετρίδης ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 από τη φωτογραφία δρόμου, αναπαριστώντας την περίπλοκη αστική συνθήκη με το νευρώδες ύφος του στιγμιότυπου. Σταδιακά μετατοπίστηκε προς την τοπιογραφία, εκεί όπου ο χρόνος παύει φαινομενικά να αποτελεί κρίσιμο ζήτημα, και υφαίνεται βαθιά με το χώρο. Το έργο του πραγματεύεται την ιστορία, τη μνήμη, την πολιτική του χώρου, την αισθητική του κοινότοπου. Τα μνημεία, ως εμβληματικά ερείπια του παρελθόντος, συνιστούν καίρια τοπόσημα σε μια τέτοια προσέγγιση.

Οι φωτογραφίες της έκθεσης φέρνουν σε γόνιμο διάλογο δυο περιπτώσεις μεσαιωνικών τειχών: της Cittadella, που διέσχισε τους αιώνες σχεδόν αλώβητο, και της Θεσσαλονίκης, ικανό μέρος του οποίου έχει καταστραφεί. Τα σωζόμενα τμήματα στο τείχος της Θεσσαλονίκης κοσμούν την πόλη με τρόπο άλλοτε επιβλητικό κι άλλοτε απρόσμενο, διασχίζοντας τον αστικό ιστό, γεννώντας ξαφνικές μεταπτώσεις χρόνου. Στην Άνω Πόλη, μάλιστα, κατοικίες προσφύγων από την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 ενσωματώνονται δομικά στο τείχος, σε μια ασυνήθιστη συμβίωση του δημόσιου με το ιδιωτικό, του μεγαλοπρεπούς με το ταπεινό. Στην Cittadella, αντίστοιχα, το στιβαρό, αναστηλωμένο τείχος περικλείει πλήρως έναν αστικό θύλακα η καθημερινότητα του οποίου εκδηλώνεται στη σκιά του χρόνου. Η περιμετρική τάφρος, το διάζωμα κοντά στις πολεμίστρες, τμήματα κάποτε μιας πανίσχυρης αμυντικής μηχανής, σήμερα συνιστούν γραφικά σημεία περιπάτου, σε μια θεαματική αντιστροφή σημασιών. Η ενότητα των φωτογραφιών μας ζητά να αναστοχαστούμε, σε παράλληλα παραδείγματα, το πώς χωνεύεται ο ιστορικός χρόνος με τον σύγχρονο, ο αόριστος με τον ενεστώτα, ιδίως όταν κάποιος διαβαίνει μια από τις ορθάνοιχτες πλέον πύλες.

Επιμέλεια: Ηρακλής Παπαϊωάννου, MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης

 

Συντονισμός https://www.villaggioglobaleinternational.it/

News Image
Συμμετοχή του MOMus στο διεθνές project «Τείχη που ενώνουν. Η Θεσσαλονίκη στη Cittadella»